παροχος

παροχος
    πάροχος
    πάρ-οχος
    ὅ и ἥ едущий рядом в колеснице (о дружке) Arph., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παροχος" в других словарях:

  • πάροχος — one who sits beside masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχος — (I) ό ΜΑ 1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος 2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έπ οχος)]. (II) ον, ΜΑ [παρέχω] χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν» …   Dictionary of Greek

  • Парохос —    • Πάροχος,          см. Matrimonium, Брак, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • παρόχου — πάροχος one who sits beside masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόχους — πάροχος one who sits beside masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόχων — πάροχος one who sits beside masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόχῳ — πάροχος one who sits beside masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχε — πάροχος one who sits beside masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχοι — πάροχος one who sits beside masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχον — πάροχος one who sits beside masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοπάροχος — η, ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, ον) αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος νεοελλ. εμψυχωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιο πάροχος, πλουσιο πάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»